- διάρρηξις
- διάρρηξιςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαρρήξει — διάρρηξις fem nom/voc/acc dual (attic epic) διαρρήξεϊ , διάρρηξις fem dat sg (epic) διάρρηξις fem dat sg (attic ionic) διαρρήγνυμι break through aor subj act 3rd sg (epic ionic) διαρρήγνυμι break through fut ind mid 2nd sg διαρρήγνυμι break… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρρήξεις — διάρρηξις fem nom/voc pl (attic epic) διάρρηξις fem nom/acc pl (attic) διαρρήγνυμι break through aor subj act 2nd sg (epic ionic) διαρρήγνυμι break through fut ind act 2nd sg διαρρήσσω aor subj act 2nd sg (epic) διαρρήσσω fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρρήξεσιν — διάρρηξις fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρρήξηι — διάρρηξις fem dat sg (epic) διαρρήξῃ , διαρρήγνυμι break through aor subj mid 2nd sg διαρρήξῃ , διαρρήγνυμι break through aor subj act 3rd sg διαρρήξῃ , διαρρήγνυμι break through fut ind mid 2nd sg διαρρήξῃ , διαρρήσσω aor subj mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάρρηξιν — διάρρηξις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάρρηξη — Με την κυριολεκτική σημασία ο όρος σημαίνει σπάσιμο. Με τη μεταφορική του σημασία σημαίνει διακοπή, ακύρωση. (Νομ.) Η κατάργηση μιας δικαιοπραξίας ή μιας σχέσης. Για τον σκοπό αυτό χρειάζεται να συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, καθώς και η… … Dictionary of Greek
διαρρήξεως — διαρρήξεω̆ς , διάρρηξις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρρήξῃ — διαρρήξηι , διάρρηξις fem dat sg (epic) διαρρήγνυμι break through aor subj mid 2nd sg διαρρήγνυμι break through aor subj act 3rd sg διαρρήγνυμι break through fut ind mid 2nd sg διαρρήσσω aor subj mid 2nd sg διαρρήσσω aor subj act 3rd sg διαρρήσσω … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)